- κεραιοφόρος
- κεραιοφόρος, -ον (Α)ο εφοδιασμένος με προεξέχουσες κεραίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραία + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεραιοφόροις — κεραιοφόρος furnished with projecting spears masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνη της Αφροδίτης — Ζωνοειδής κεραιοφόρος οργανισμός. Ανήκει στα κτενοφόρα και είναι ημιδιαφανής, επιμήκης και πλατύς όπως ακριβώς και μια ζώνη. Έχει ύψος έως 1,5 εκ. και μήκος έως 1,5 μ. Ζει στη Μεσόγειο και στον τροπικό Ατλαντικό ωκεανό … Dictionary of Greek